-
1 сломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сломанный, βρ: -мал, -а, -о.1. βλ. ломать.2. συντρίβω, σπάζω•сломать сопротивление противника σπάζω την αντίσταση του εχθρού.
εκφρ.голову – σπάζω το κεφάλι (σκέφτομαι πολύ)•сломать зубы – τα βρίσκω μπαστούνια ή σκούρα•сломать ряды – χαλνώ τη στοίχιση, ζύγιση ή τη σύνταξη (τμήματος)•. сломать себе шею ή голову σπάζω τα μούτρα μου, σακατεύομαι, καταστρέφομαι• απότυχα ίνω παταγωδώς•чрт ногу -ет – βλ. ίδια έκφραση στη λ. сломить: язык -ешь είναι πάρα πολύ δυσκολοπρόφερτη (λέξη, φράση).1. βλ. ломаться.2. σπάζω, καταβάλλομαι σωματικά ή η θικά. -
2 сломить
сломлю, сломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сломленный, -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•сломить ветку σπάζω το κλαδί.
2. βλ. сломать (2 σημ.).3. καταβάλλω σωματικά ή ηθικά.εκφρ.-я голову (бежать, мчаться – κ.τ.τ.) τρέχω με ιλιγγιώδη (αστραπιαία) ταχύτητα•сломить себе шею ή голову – βλ. έκφραση στη λ, сломать• чрт ногу -ит κυκεώνας, πανδαμόνιο, ανάστα.σπάζω, τσακίζομαι, θραύομαι. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω• κάμπτομαι. || βλ. сломаться (2 σημ.).